αγνώμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αγνώμονας | οι | αγνώμονες |
| γενική | του του/της |
αγνώμονα αγνώμονος |
των | αγνωμόνων |
| αιτιατική | τον/την | αγνώμονα | τους/τις | αγνώμονες |
| κλητική | αγνώμονα | αγνώμονες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγνώμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνώμ(ων), επίθετο + -ονας
Ουσιαστικό
αγνώμονας αρσενικό ή θηλυκό, θηλυκό και αγνώμονη
- μορφή του αγνώμων: αυτός που δεν δείχνει την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη για ευεργεσία που δέχτηκε, αχάριστος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αγνώμονας
|
→ δείτε τη λέξη αγνώμων |
Πηγές
- αγνώμονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.