αγνώμονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγνώμονας οι αγνώμονες
      γενική του
του/της
αγνώμονα
αγνώμονος
των αγνωμόνων
    αιτιατική τον/την αγνώμονα τους/τις αγνώμονες
     κλητική αγνώμονα αγνώμονες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγνώμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνώμ(ων), επίθετο + -ονας

Ουσιαστικό

αγνώμονας αρσενικό ή θηλυκό, θηλυκό και αγνώμονη

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.