ἀγνωσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀγνωσίᾱ | αἱ | ἀγνωσίαι |
| γενική | τῆς | ἀγνωσίᾱς | τῶν | ἀγνωσιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀγνωσίᾳ | ταῖς | ἀγνωσίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀγνωσίᾱν | τὰς | ἀγνωσίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀγνωσίᾱ | ἀγνωσίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγνωσίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγνωσίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀγνωσία < Μορφολογικά αναλύεται σε ἀ- στερητικό + θέμα γνω-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που ανάγεται στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (δείτε γνῶσις) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ἀγνωσία θηλυκό
- αγνωσία, άγνοια
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 66.3
- καὶ τὸ ξυνεστηκὸς πολὺ πλέον ἡγούμενοι εἶναι ἢ ὅσον ἐτύγχανεν ὂν ἡσσῶντο ταῖς γνώμαις, καὶ ἐξευρεῖν αὐτὸ ἀδύνατοι ὄντες διὰ τὸ μέγεθος τῆς πόλεως καὶ διὰ τὴν ἀλλήλων ἀγνωσίαν οὐκ εἶχον [αὐτοὶ ἐξευρεῖν].
- Ο κόσμος είχε χάσει το ηθικό του νομίζοντας ότι οι συνωμότες ήσαν πολύ περισσότεροι από ό,τι ήσαν πραγματικά και δεν μπορούσαν να το διαπιστώσουν, επειδή η πολιτεία ήταν μεγάλη και δεν εγνώριζαν ο ένας τον άλλον.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ τὸ ξυνεστηκὸς πολὺ πλέον ἡγούμενοι εἶναι ἢ ὅσον ἐτύγχανεν ὂν ἡσσῶντο ταῖς γνώμαις, καὶ ἐξευρεῖν αὐτὸ ἀδύνατοι ὄντες διὰ τὸ μέγεθος τῆς πόλεως καὶ διὰ τὴν ἀλλήλων ἀγνωσίαν οὐκ εἶχον [αὐτοὶ ἐξευρεῖν].
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1204 (1204-1205)
- πατὴρ δ᾽ ὁ τλήμων συμφορᾶς ἀγνωσίᾳ | ἄφνω παρελθὼν δῶμα προσπίτνει νεκρῷ.
- Όμως ο δύστυχος πατέρας της, που βρέθηκε άξαφνα στην κάμαρη | δίχως να ξέρει για τη συμφορά, πέφτει απάνω στη νεκρή.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- πατὴρ δ᾽ ὁ τλήμων συμφορᾶς ἀγνωσίᾳ | ἄφνω παρελθὼν δῶμα προσπίτνει νεκρῷ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 959 (958-960)
- φύρουσι δ᾽ αὐτὰ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω | ταραγμὸν ἐντιθέντες, ὡς ἀγνωσίᾳ | σέβωμεν αὐτούς.
- Όλα οι θεοί τα φέρνουν άνω κάτω, | σε μιαν αιώνια ταραχή, για να μην ξέρουμε τίποτα κι έτσι | περσότερο να τους φοβόμαστε.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- φύρουσι δ᾽ αὐτὰ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω | ταραγμὸν ἐντιθέντες, ὡς ἀγνωσίᾳ | σέβωμεν αὐτούς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 66.3
Πηγές
- ἀγνωσία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγνωσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.