αγλακώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγλακώ < α- προτακτικό + γλακώ, (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγλακῶ [1] < ελληνιστική κοινή λακῶ (λακάω/λακώ (λακίζω)  δείτε τη λέξη γλακώ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣlaˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγλακώ

Ρήμα

αγλακώ, αόρ.: αγλάκησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (δημοτική, ιδιωματικό: Θήρα, Κάρπαθος, κρητικά: Πεδιάδα) μορφή του γλακώ τρέχω, προχωρώ γρήγορα
      Ο τέταρτος έπαινος δόθηκε στον κ. Κοτζάκη Δημήτρη με τη μαντινάδα “Οποιος την πόρτα μου χτυπά πάντ’ αγλακώ κεφάτος μπορεί να μείνω νηστικός, να φύγει αυτός χορτάτος” (Βραβεία από την Κρητική Εστία για το διαγωνισμό μαντινάδας, Αρχείο εφημερίδα Πατρίς, 27/9/2010 )

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • γλάκι και αγλάκι [3]
  • αγλάκητα ή αγλάκηχτα
  • αγλακητός ή γλακηχτός
  • αγλακηχτά ή γλακηχτά (επίρρημα)

 και δείτε τη λέξη γλακώ

Αναφορές

  1. Παύλος Γ. Βλαστός, Ο γάμος στην Κρήτη, τυπ. Σακελλαρίου, 1893, σελ. 150
  2. Νικόλαος Γ. Πεταλάς, Ιδιωτικόν της Θηραϊκής γλώσσης, Αθήνα, τύποις Νικήτα Γ. Πάσσαρη, 1876, σελ. 4
  3. Βιντσέτζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Στέφανος Αντωνίου Ξανθουδίδης, Γεώργιος Ν. Χατζιδάκης, 1915, σελ. 530

Πηγές

 και δείτε τη λέξη γλακώ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.