αγλακώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγλακώ < α- προτακτικό + γλακώ, (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγλακῶ [1] < ελληνιστική κοινή λακῶ (λακάω/λακώ (λακίζω) → δείτε τη λέξη γλακώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣlaˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γλα‐κώ
Ρήμα
αγλακώ, αόρ.: αγλάκησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη γλακώ
Αναφορές
Πηγές
- «ἀγλάκηχτα», «ἀγλακητός», «ἀγλακηχτά» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
→ και δείτε τη λέξη γλακώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.