λακίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈci.zo/
Ρήμα
λακίζω, πρτ.: λάκιζα, αόρ.: λάκισα, χωρίς παθητική φωνή
- υποχωρώ, φεύγω τρέχοντας, παίρνω δρόμο, το βάζω στα πόδια
- μόλις το πήραμε χαμπάρι τι απατεώνας ήταν, λάκισε!
- δειλιάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λακίζω | λάκιζα | θα λακίζω | να λακίζω | λακίζοντας | |
| β' ενικ. | λακίζεις | λάκιζες | θα λακίζεις | να λακίζεις | λάκιζε | |
| γ' ενικ. | λακίζει | λάκιζε | θα λακίζει | να λακίζει | ||
| α' πληθ. | λακίζουμε | λακίζαμε | θα λακίζουμε | να λακίζουμε | ||
| β' πληθ. | λακίζετε | λακίζατε | θα λακίζετε | να λακίζετε | λακίζετε | |
| γ' πληθ. | λακίζουν(ε) | λάκιζαν λακίζαν(ε) |
θα λακίζουν(ε) | να λακίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λάκισα | θα λακίσω | να λακίσω | λακίσει | ||
| β' ενικ. | λάκισες | θα λακίσεις | να λακίσεις | λάκισε | ||
| γ' ενικ. | λάκισε | θα λακίσει | να λακίσει | |||
| α' πληθ. | λακίσαμε | θα λακίσουμε | να λακίσουμε | |||
| β' πληθ. | λακίσατε | θα λακίσετε | να λακίσετε | λακίστε | ||
| γ' πληθ. | λάκισαν λακίσαν(ε) |
θα λακίσουν(ε) | να λακίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λακίσει | είχα λακίσει | θα έχω λακίσει | να έχω λακίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λακίσει | είχες λακίσει | θα έχεις λακίσει | να έχεις λακίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λακίσει | είχε λακίσει | θα έχει λακίσει | να έχει λακίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λακίσει | είχαμε λακίσει | θα έχουμε λακίσει | να έχουμε λακίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λακίσει | είχατε λακίσει | θα έχετε λακίσει | να έχετε λακίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λακίσει | είχαν λακίσει | θα έχουν λακίσει | να έχουν λακίσει |
| |
Αναφορές
- λακίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
- λάκισμα
- λακισμός
- → και δείτε τη λέξη λακίς
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- λακίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.