αγκιστρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγκιστρωμένος | η | αγκιστρωμένη | το | αγκιστρωμένο |
| γενική | του | αγκιστρωμένου | της | αγκιστρωμένης | του | αγκιστρωμένου |
| αιτιατική | τον | αγκιστρωμένο | την | αγκιστρωμένη | το | αγκιστρωμένο |
| κλητική | αγκιστρωμένε | αγκιστρωμένη | αγκιστρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγκιστρωμένοι | οι | αγκιστρωμένες | τα | αγκιστρωμένα |
| γενική | των | αγκιστρωμένων | των | αγκιστρωμένων | των | αγκιστρωμένων |
| αιτιατική | τους | αγκιστρωμένους | τις | αγκιστρωμένες | τα | αγκιστρωμένα |
| κλητική | αγκιστρωμένοι | αγκιστρωμένες | αγκιστρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγκιστρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκιστρώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.