αϊδημητριάτικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αϊδημητριάτικο | τα | αϊδημητριάτικα |
| γενική | του | αϊδημητριάτικου | των | αϊδημητριάτικων |
| αιτιατική | το | αϊδημητριάτικο | τα | αϊδημητριάτικα |
| κλητική | αϊδημητριάτικο | αϊδημητριάτικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αϊδημητριάτικο < αγιοδημητριάτικος με αϊ- αντί του αγιο-
Μεταφράσεις
αϊδημητριάτικο
|
→ δείτε τη λέξη αγιοδημητριάτικο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.