αγιοδημητριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγιοδημητριάτικος | η | αγιοδημητριάτικη | το | αγιοδημητριάτικο |
| γενική | του | αγιοδημητριάτικου | της | αγιοδημητριάτικης | του | αγιοδημητριάτικου |
| αιτιατική | τον | αγιοδημητριάτικο | την | αγιοδημητριάτικη | το | αγιοδημητριάτικο |
| κλητική | αγιοδημητριάτικε | αγιοδημητριάτικη | αγιοδημητριάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγιοδημητριάτικοι | οι | αγιοδημητριάτικες | τα | αγιοδημητριάτικα |
| γενική | των | αγιοδημητριάτικων | των | αγιοδημητριάτικων | των | αγιοδημητριάτικων |
| αιτιατική | τους | αγιοδημητριάτικους | τις | αγιοδημητριάτικες | τα | αγιοδημητριάτικα |
| κλητική | αγιοδημητριάτικοι | αγιοδημητριάτικες | αγιοδημητριάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αγιοδημητριάτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τον άγιο Δημήτριο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- που έχει σχέση με τον Αγιοδημητριάτη (Οκτώβριο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- αϊδημητριάτικος
Συγγενικά
- αγιοδημητριάτικα
- αγιοδημητριάτικο
- Αγιοδημητριάτης
- → δείτε τις λέξεις άγιος και Δημήτριος
Μεταφράσεις
αγιοδημητριάτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.