αγιοδημητριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγιοδημητριάτικος η αγιοδημητριάτικη το αγιοδημητριάτικο
      γενική του αγιοδημητριάτικου της αγιοδημητριάτικης του αγιοδημητριάτικου
    αιτιατική τον αγιοδημητριάτικο την αγιοδημητριάτικη το αγιοδημητριάτικο
     κλητική αγιοδημητριάτικε αγιοδημητριάτικη αγιοδημητριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγιοδημητριάτικοι οι αγιοδημητριάτικες τα αγιοδημητριάτικα
      γενική των αγιοδημητριάτικων των αγιοδημητριάτικων των αγιοδημητριάτικων
    αιτιατική τους αγιοδημητριάτικους τις αγιοδημητριάτικες τα αγιοδημητριάτικα
     κλητική αγιοδημητριάτικοι αγιοδημητριάτικες αγιοδημητριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγιοδημητριάτικος < άγιος + Δημήτριος + -άτικος

Επίθετο

αγιοδημητριάτικος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με τον άγιο Δημήτριο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που έχει σχέση με τον Αγιοδημητριάτη (Οκτώβριο ή αναφέρεται σ’ αυτόν

  • αϊδημητριάτικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.