αγελαδοτρόφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αγελαδοτρόφος | οι | αγελαδοτρόφοι |
| γενική | του/της | αγελαδοτρόφου | των | αγελαδοτρόφων |
| αιτιατική | τον/την | αγελαδοτρόφο | τους/τις | αγελαδοτρόφους |
| κλητική | αγελαδοτρόφε | αγελαδοτρόφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.