αγελαδοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγελαδοτροφία | οι | αγελαδοτροφίες |
| γενική | της | αγελαδοτροφίας | των | αγελαδοτροφιών |
| αιτιατική | την | αγελαδοτροφία | τις | αγελαδοτροφίες |
| κλητική | αγελαδοτροφία | αγελαδοτροφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.