αγειτόνευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγειτόνευτος | η | αγειτόνευτη | το | αγειτόνευτο |
| γενική | του | αγειτόνευτου | της | αγειτόνευτης | του | αγειτόνευτου |
| αιτιατική | τον | αγειτόνευτο | την | αγειτόνευτη | το | αγειτόνευτο |
| κλητική | αγειτόνευτε | αγειτόνευτη | αγειτόνευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγειτόνευτοι | οι | αγειτόνευτες | τα | αγειτόνευτα |
| γενική | των | αγειτόνευτων | των | αγειτόνευτων | των | αγειτόνευτων |
| αιτιατική | τους | αγειτόνευτους | τις | αγειτόνευτες | τα | αγειτόνευτα |
| κλητική | αγειτόνευτοι | αγειτόνευτες | αγειτόνευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγειτόνευτος < α- + γειτονεύω + -τος < αρχαία ελληνική γειτονεύω < γείτων (πβ. αρχαία ελληνική ἀγείτων)
Μεταφράσεις
αγειτόνευτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.