ἀγείτων

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀγείτων < ἀ-(στερητικό) + γείτων

Επίθετο

ἀγείτων, -ων, -ον, γενική -ονος

  1. αυτός που δεν έχει γείτονες, αγειτόνευτος
  2. (συνεκδοχικά) ο μονήρης, ο έρημος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.