αγγλικανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγλικανός | η | αγγλικανή | το | αγγλικανό |
| γενική | του | αγγλικανού | της | αγγλικανής | του | αγγλικανού |
| αιτιατική | τον | αγγλικανό | την | αγγλικανή | το | αγγλικανό |
| κλητική | αγγλικανέ | αγγλικανή | αγγλικανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγλικανοί | οι | αγγλικανές | τα | αγγλικανά |
| γενική | των | αγγλικανών | των | αγγλικανών | των | αγγλικανών |
| αιτιατική | τους | αγγλικανούς | τις | αγγλικανές | τα | αγγλικανά |
| κλητική | αγγλικανοί | αγγλικανές | αγγλικανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγγλικανός < (λόγιο δάνειο) αγγλική Anglican < νεολατινική Anglicanus[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.gli.kaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλι‐κα‐νός
Αναφορές
- αγγλικανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.