αγγειοτασίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγγειοτασίνη | οι | αγγειοτασίνες |
| γενική | της | αγγειοτασίνης | των | αγγειοτασινών |
| αιτιατική | την | αγγειοτασίνη | τις | αγγειοτασίνες |
| κλητική | αγγειοτασίνη | αγγειοτασίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγγειοτασίνη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική angiotensin ή από τη γαλλική angiotensine + -η. Μορφολογικά αναλύεται σε (αγγείο) αγγειο- + τασ- (τάση, τείνω) + κατάληξη -ίνη. (Χρειάζεται έλεγχο) Συγκρίνετε με τον τύπο αγγειοτενσίνη.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.taˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐τα‐σί‐νη
Μεταφράσεις
αγγειοτασίνη
|
→ δείτε τη λέξη αγγειοτενσίνη |
Πηγές
- αγγειοτενσίνη ή αγγειοτασίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.