αγγειοπλαστική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειοπλαστική οι αγγειοπλαστικές
      γενική της αγγειοπλαστικής των αγγειοπλαστικών
    αιτιατική την αγγειοπλαστική τις αγγειοπλαστικές
     κλητική αγγειοπλαστική αγγειοπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειοπλαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αγγειοπλαστικός

Ουσιαστικό

αγγειοπλαστική θηλυκό

  1. η τεχνική της κατασκευής αγγείων
  2. η εγχείρηση με την οποία πετυχαίνεται η αιμάτωση του μυοκαρδίου σε περίπτωση απόφραξης των αγγείων του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.