αγγειολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειολογία οι αγγειολογίες
      γενική της αγγειολογίας των αγγειολογιών
    αιτιατική την αγγειολογία τις αγγειολογίες
     κλητική αγγειολογία αγγειολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειολογία < αγγειολόγος

Ουσιαστικό

αγγειολογία θηλυκό

  1. κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των αγγείων
  2. κλάδος της ανατομίας που ασχολείται με τις παθήσεις των αρτηριών, των φλεβών και των λεμφαγγείων
    κλινική αγγειολογία
    πανελλήνιο συνέδριο αγγειολογίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.