αγγειογενετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγειογενετικός | η | αγγειογενετική | το | αγγειογενετικό |
| γενική | του | αγγειογενετικού | της | αγγειογενετικής | του | αγγειογενετικού |
| αιτιατική | τον | αγγειογενετικό | την | αγγειογενετική | το | αγγειογενετικό |
| κλητική | αγγειογενετικέ | αγγειογενετική | αγγειογενετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγειογενετικοί | οι | αγγειογενετικές | τα | αγγειογενετικά |
| γενική | των | αγγειογενετικών | των | αγγειογενετικών | των | αγγειογενετικών |
| αιτιατική | τους | αγγειογενετικούς | τις | αγγειογενετικές | τα | αγγειογενετικά |
| κλητική | αγγειογενετικοί | αγγειογενετικές | αγγειογενετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αγγειογένεση, αγγείο και γίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.