αγγείωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγγείωμα | τα | αγγειώματα |
| γενική | του | αγγειώματος | των | αγγειωμάτων |
| αιτιατική | το | αγγείωμα | τα | αγγειώματα |
| κλητική | αγγείωμα | αγγειώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγγείωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική angioma < αρχαία ελληνική ἀγγεῖ(ον) + -ωμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.o.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γεί‐ω‐μα
Ουσιαστικό
αγγείωμα ουδέτερο
- (ιατρική) καλόηθες νεοπλασματικό μόρφωμα από τριχοειδή αγγεία που πολλαπλασιάζονται τοπικά και σχηματίζουν ένα πυκνό πλέγμα, αυξάνοντας έτσι και τη ροή του αίματος σε εκείνο το σημείο
Συγγενικά
- αγγείο
- αγγειωματώδης
- αιμαγγείωμα
- λεμφαγγείωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.