αβιογένεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβιογένεση οι αβιογενέσεις
      γενική της αβιογένεσης* των αβιογενέσεων
    αιτιατική την αβιογένεση τις αβιογενέσεις
     κλητική αβιογένεση αβιογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αβιογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αβιογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική abiogenesis[1] < αρχαία ελληνική ἀ- + βίος + γένεσις

Ουσιαστικό

αβιογένεση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.