αβαροσλαβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαροσλαβικός η αβαροσλαβική το αβαροσλαβικό
      γενική του αβαροσλαβικού της αβαροσλαβικής του αβαροσλαβικού
    αιτιατική τον αβαροσλαβικό την αβαροσλαβική το αβαροσλαβικό
     κλητική αβαροσλαβικέ αβαροσλαβική αβαροσλαβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαροσλαβικοί οι αβαροσλαβικές τα αβαροσλαβικά
      γενική των αβαροσλαβικών των αβαροσλαβικών των αβαροσλαβικών
    αιτιατική τους αβαροσλαβικούς τις αβαροσλαβικές τα αβαροσλαβικά
     κλητική αβαροσλαβικοί αβαροσλαβικές αβαροσλαβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβαροσλαβικός < Αβαροσλάβος + -ικός < Άβαρος + Σλάβος

Επίθετο

αβαροσλαβικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.