Άβαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άβαρος οι Άβαροι
      γενική του Αβάρου
& Άβαρου
των Αβάρων
    αιτιατική τον Άβαρο τους Αβάρους
& Άβαρους
     κλητική Άβαρε Άβαροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άβαρος < μεσαιωνική ελληνική Ἄβαρος

Κύριο όνομα

Άβαρος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: Άβαροι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.