αβαθύρριζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβαθύρριζος η αβαθύρριζη το αβαθύρριζο
      γενική του αβαθύρριζου της αβαθύρριζης του αβαθύρριζου
    αιτιατική τον αβαθύρριζο την αβαθύρριζη το αβαθύρριζο
     κλητική αβαθύρριζε αβαθύρριζη αβαθύρριζο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβαθύρριζοι οι αβαθύρριζες τα αβαθύρριζα
      γενική των αβαθύρριζων των αβαθύρριζων των αβαθύρριζων
    αιτιατική τους αβαθύρριζους τις αβαθύρριζες τα αβαθύρριζα
     κλητική αβαθύρριζοι αβαθύρριζες αβαθύρριζα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβαθύρριζος < α- + βαθύρριζος

Επίθετο

αβαθύρριζος, -η, -ο

  • (σπάνιο) που δεν έχει βαθιές ρίζες, του οποίου οι ρίζες απλώνονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.