αβάντζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβάντζα | οι | αβάντζες |
| γενική | της | αβάντζας | — | |
| αιτιατική | την | αβάντζα | τις | αβάντζες |
| κλητική | αβάντζα | αβάντζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβάντζα < (αναδρομικός σχηματισμός) αβαντζ(άρω) + -α < ιταλική avanzare (είμαι πιστωτής)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvan.d͡za/
Ουσιαστικό
αβάντζα θηλυκό
- προκαταβολή μισθού, προπληρωμή έναντι οφειλής μισθού, χρέους ή οικονομικής υποχρέωσης εν γένει
- αβάντα (στη σημασία: έμμεση υποστήριξη)
- συγκαταβατικό φέρσιμο
- δεν καταδέχομαι αβάντζες από κανένανε· θα τα βγάλω πέρα μόνος μου
Αναφορές
- αβάντζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.