αγάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγάντα οι αγάντες
      γενική της αγάντας
    αιτιατική την αγάντα τις αγάντες
     κλητική αγάντα αγάντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγάντα < αγαντάρω < ιταλική agguantare

Ουσιαστικό

αγάντα θηλυκό

  1. το σημείο ακινητοποίησης πλοίων στα λιμάνια, η δέστρα
  2. (μεταφορικά) σημεία στήριξης κοινωνικά ή επαγγελματικά

Επιφώνημα

αγάντα άκλιτο

  1. (ναυτικός όρος): ναυτικό παράγγελμα για ακινητοποίηση ολόκληρου του σκάφους (από ρυμουλκά), ή και διακινουμένων φορτίων με ανάλογους χειρισμούς των μέσων φορτοεκφορτώσεων (γερανών), ή και με σωματική προσπάθεια για αντιστήριξη αντικειμένου
  2. γενικότερο επαγγελματικό εργατικό παράγγελμα κατά τις μεταφορές αντικειμένων, οικοσκευών κ.λπ.
  3. προτροπή για να βάλει κάποιος τα δυνατά του, να αντέξει σε κάποια κατάσταση, ή να κάνει κουράγιο.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.