αγάντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγάντα | οι | αγάντες |
| γενική | της | αγάντας | — | |
| αιτιατική | την | αγάντα | τις | αγάντες |
| κλητική | αγάντα | αγάντες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγάντα θηλυκό
- το σημείο ακινητοποίησης πλοίων στα λιμάνια, η δέστρα
- (μεταφορικά) σημεία στήριξης κοινωνικά ή επαγγελματικά
Επιφώνημα
αγάντα άκλιτο
- (ναυτικός όρος): ναυτικό παράγγελμα για ακινητοποίηση ολόκληρου του σκάφους (από ρυμουλκά), ή και διακινουμένων φορτίων με ανάλογους χειρισμούς των μέσων φορτοεκφορτώσεων (γερανών), ή και με σωματική προσπάθεια για αντιστήριξη αντικειμένου
- γενικότερο επαγγελματικό εργατικό παράγγελμα κατά τις μεταφορές αντικειμένων, οικοσκευών κ.λπ.
- προτροπή για να βάλει κάποιος τα δυνατά του, να αντέξει σε κάποια κατάσταση, ή να κάνει κουράγιο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.