αβάντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβάντα | οι | αβάντες |
| γενική | της | αβάντας | — | |
| αιτιατική | την | αβάντα | τις | αβάντες |
| κλητική | αβάντα | αβάντες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβάντα < παλαιά ιταλική avantare ή βενετική vantarse (επαινώ, καυχιέμαι) -σύγχρονη ιταλική vantare- < υστερολατινική vanitare (κομπάζω) < λατινική vanitas (ματαιοδοξία)[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvan.da/
Ουσιαστικό
αβάντα θηλυκό
- πλεονέκτημα, όφελος
- επιλήψιμο, αθέμιτο κέρδος
- υποστήριξη
- έχει αβάντα τον βουλευτή
Μεταφράσεις
αβάντα
|
|
Αναφορές
- αβάντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.