μίζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μίζα | οι | μίζες |
| γενική | της | μίζας | των | μιζών |
| αιτιατική | τη | μίζα | τις | μίζες |
| κλητική | μίζα | μίζες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μίζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mise < mettre
Ουσιαστικό
μίζα και μίτζα θηλυκό
- (στο αυτοκίνητο) ο μηχανισμός που θέτει τον κινητήρα σε λειτουργία
- τα λεφτά που στοιχηματίζει κάποιος στο καζίνο ή στα χαρτιά
- η παράνομη προμήθεια που δίνεται σε κάποιον που μεσολάβησε σε μια εμπορική συμφωνία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.