μίζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίζα οι μίζες
      γενική της μίζας των μιζών
    αιτιατική τη μίζα τις μίζες
     κλητική μίζα μίζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mise < mettre

Ουσιαστικό

μίζα και μίτζα θηλυκό

  1. (στο αυτοκίνητο) ο μηχανισμός που θέτει τον κινητήρα σε λειτουργία
  2. τα λεφτά που στοιχηματίζει κάποιος στο καζίνο ή στα χαρτιά
  3. η παράνομη προμήθεια που δίνεται σε κάποιον που μεσολάβησε σε μια εμπορική συμφωνία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.