atrium

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

atrium (en)

  1. (αρχιτεκτονική) το αίθριο
  2. (ανατομία) ο κόλπος (π.χ. της καρδιάς)

Συγγενικά



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

atrium (fr) αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική) το αίθριο
  2. (ανατομία) ο κόλπος (π.χ. της καρδιάς)

Συγγενικά



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

atrium (la) ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.