έρανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έρανος οι έρανοι
      γενική του εράνου
& έρανου
των εράνων
    αιτιατική τον έρανο τους εράνους
     κλητική έρανε έρανοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έρανος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔρανος (δημόσιες συνεισφορές) < αρχαία ελληνική ἔρᾰνος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ɾa.nos/

Ουσιαστικό

έρανος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.