ερανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ερανικός | η | ερανική | το | ερανικό |
| γενική | του | ερανικού | της | ερανικής | του | ερανικού |
| αιτιατική | τον | ερανικό | την | ερανική | το | ερανικό |
| κλητική | ερανικέ | ερανική | ερανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ερανικοί | οι | ερανικές | τα | ερανικά |
| γενική | των | ερανικών | των | ερανικών | των | ερανικών |
| αιτιατική | τους | ερανικούς | τις | ερανικές | τα | ερανικά |
| κλητική | ερανικοί | ερανικές | ερανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ερανικός < αρχαία ελληνική ἐρανικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έρανος
Μεταφράσεις
ερανικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.