εράνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εράνισμα τα ερανίσματα
      γενική του ερανίσματος των ερανισμάτων
    αιτιατική το εράνισμα τα ερανίσματα
     κλητική εράνισμα ερανίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εράνισμα < ερανίζομαι + -μα

Ουσιαστικό

εράνισμα ουδέτερο

  1. απάνθισμα κειμένων, δοκιμίων ή φράσεων
  2. μουσικό ποτπουρί
  3. συλλογή
  4. ταξινόμηση
  5. εκλεκτική σύνθεση

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.