εράνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εράνισμα | τα | ερανίσματα |
| γενική | του | ερανίσματος | των | ερανισμάτων |
| αιτιατική | το | εράνισμα | τα | ερανίσματα |
| κλητική | εράνισμα | ερανίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εράνισμα < ερανίζομαι + -μα
Ουσιαστικό
εράνισμα ουδέτερο
- απάνθισμα κειμένων, δοκιμίων ή φράσεων
- μουσικό ποτπουρί
- συλλογή
- ταξινόμηση
- εκλεκτική σύνθεση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εράνισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.