εμβρυοτομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβρυοτομή οι εμβρυοτομές
      γενική της εμβρυοτομής των εμβρυοτομών
    αιτιατική την εμβρυοτομή τις εμβρυοτομές
     κλητική εμβρυοτομή εμβρυοτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμβρυοτομή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εμβρυοτομή θηλυκό

  • χειρουργική επέμβαση για να αφαιρεθεί ένα νεκρό έμβρυο από τη μήτρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.