έλκηθρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έλκηθρο | τα | έλκηθρα |
| γενική | του | ελκήθρου & έλκηθρου |
των | ελκήθρων |
| αιτιατική | το | έλκηθρο | τα | έλκηθρα |
| κλητική | έλκηθρο | έλκηθρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈel.ci.θɾo/
Ουσιαστικό
έλκηθρο ουδέτερο
- όχημα φτιαγμένο έτσι ώστε να γλιστράει στο χιόνι ή στον πάγο, χάρη στους ολισθητήρες που διαθέτει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
