έκτοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έκτοπος | η | έκτοπη | το | έκτοπο |
| γενική | του | έκτοπου | της | έκτοπης | του | έκτοπου |
| αιτιατική | τον | έκτοπο | την | έκτοπη | το | έκτοπο |
| κλητική | έκτοπε | έκτοπη | έκτοπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έκτοποι | οι | έκτοπες | τα | έκτοπα |
| γενική | των | έκτοπων | των | έκτοπων | των | έκτοπων |
| αιτιατική | τους | έκτοπους | τις | έκτοπες | τα | έκτοπα |
| κλητική | έκτοποι | έκτοπες | έκτοπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έκτοπος < αρχαία ελληνική ἔκτοπος ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική ectopic)
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- εκτοπική κύηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.