εκτίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτίνω και δείτε σημειώσεις στο εκτίω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈkti.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτί‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐τί‐νω
Ρήμα
εκτίνω, πρτ.: εξέτινα, στ.μέλλ.: θα εκτίσω, αόρ.: εξέτισα & εκτίω (χωρίς παθητική φωνή)
- λόγιο, νομικός όρος άλλη μορφή του εκτίω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
εκτίνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.