έγγλυμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έγγλυμμα | τα | εγγλύμματα |
| γενική | του | εγγλύμματος | των | εγγλυμμάτων |
| αιτιατική | το | έγγλυμμα | τα | εγγλύμματα |
| κλητική | έγγλυμμα | εγγλύμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έγγλυμμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔγγλυμμα < ἐγγλύφω < ἐν + γλύφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɣli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐γλυμ‐μα
- παρώνυμο: έγκλημα /ˈeŋ.ɡli.ma/
Συγγενικά
- έγγλυφος
- εγγλύφω
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.