άχνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άχνα | οι | άχνες |
| γενική | της | άχνας | — | |
| αιτιατική | την | άχνα | τις | άχνες |
| κλητική | άχνα | άχνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άχνα < μεσαιωνική ελληνική άχνα < αρχαία ελληνική ἄχνη / (δωρικός τύπος ) ἄχνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.