άχνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άχνα οι άχνες
      γενική της άχνας
    αιτιατική την άχνα τις άχνες
     κλητική άχνα άχνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άχνα < μεσαιωνική ελληνική άχνα < αρχαία ελληνική ἄχνη / (δωρικός τύπος) ἄχνα

Ουσιαστικό

άχνα θηλυκό

  1. ατμός, αχνός
  2. πνοή, αναπνοή, χνότο
  3. ψίθυρος

Επιφώνημα

άχνα!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.