άτρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτρωτος η άτρωτη το άτρωτο
      γενική του άτρωτου της άτρωτης του άτρωτου
    αιτιατική τον άτρωτο την άτρωτη το άτρωτο
     κλητική άτρωτε άτρωτη άτρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτρωτοι οι άτρωτες τα άτρωτα
      γενική των άτρωτων των άτρωτων των άτρωτων
    αιτιατική τους άτρωτους τις άτρωτες τα άτρωτα
     κλητική άτρωτοι άτρωτες άτρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άτρωτος < αρχαία ελληνική ἄτρωτος < τιτρώσκω

Επίθετο

άτρωτος -η -ο

  • που δεν μπορεί να τρωθεί, να νικηθεί
    Ο Αχιλλέας δεν ήταν άτρωτος, χτυπήθηκε στη φτέρνα και πέθανε.

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.