άσφαγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσφαγος η άσφαγη το άσφαγο
      γενική του άσφαγου της άσφαγης του άσφαγου
    αιτιατική τον άσφαγο την άσφαγη το άσφαγο
     κλητική άσφαγε άσφαγη άσφαγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσφαγοι οι άσφαγες τα άσφαγα
      γενική των άσφαγων των άσφαγων των άσφαγων
    αιτιατική τους άσφαγους τις άσφαγες τα άσφαγα
     κλητική άσφαγοι άσφαγες άσφαγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσφαγος < ά- στερητικό + σφαγ(ή} + ος [1] Συγκρίνεται με το άσφαχτος < αρχαία ελληνική ἄσφακτος.

Επίθετο

άσφαγος, -η, -ο

  • (λαϊκότροπο, ιδιωματικό) άλλη μορφή του άσφαχτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.