ασπράδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπράδα οι ασπράδες
      γενική της ασπράδας των ασπράδων
    αιτιατική την ασπράδα τις ασπράδες
     κλητική ασπράδα ασπράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπράδα < μεσαιωνική ελληνική ασπράδα < άσπρ(ος) + -άδα [1]

Ουσιαστικό

ασπράδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.