άσθμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άσθμα τα άσθματα
      γενική του άσθματος των ασθμάτων
    αιτιατική το άσθμα τα άσθματα
     κλητική άσθμα άσθματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άσθμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄσθμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈas.θma/
ΔΦΑ : /ˈa.zma/ (σπανιότερα, λαϊκότροπο, κατά παραφθορά, ομοηχεί με άσμα)

Ουσιαστικό

άσθμα ουδέτερο

  1. (ιατρική) αναπνευστική διαταραχή - πάθηση που χαρακτηρίζεται από επεισόδια έντονης δύσπνοιας και επίμονου βήχα, που συχνά προκαλείται από αλλεργιογόνα, όπως σκόνη, γύρη, ατμοσφαιρική ρύπανση από διοξείδιο του θείου, όζον κ.λπ. που επιδεινώνουν την κατάσταση.
      Το άσθμα είναι η πιο κοινή χρόνια πάθηση στα παιδιά. (Η Καθημερινή, 4 Ιουνίου 2010)
  2. δύσπνοια που προκαλεί μια έντονη προσπάθεια ή ένα έντονο αίσθημα
      Ἡ Φραγκογιαννού, μὲ ἐλαφρὸν ἄσθμα, ἔτρεχεν, ἔτρεχε, μαστιζομένη τὸ πρόσωπον ἀπὸ τὸ ἀπόγειον τὸ πρωινόν. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἡ φόνισσα, 1903)
     συνώνυμα: λαχάνιασμα, κοντανάσεμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.