ασθματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθματικός η ασθματική το ασθματικό
      γενική του ασθματικού της ασθματικής του ασθματικού
    αιτιατική τον ασθματικό την ασθματική το ασθματικό
     κλητική ασθματικέ ασθματική ασθματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθματικοί οι ασθματικές τα ασθματικά
      γενική των ασθματικών των ασθματικών των ασθματικών
    αιτιατική τους ασθματικούς τις ασθματικές τα ασθματικά
     κλητική ασθματικοί ασθματικές ασθματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασθματικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασθματικός

  1. ο σχετικός με το άσθμα
  2. ο άρρωστος από άσθμα
    είμαι ασθματικός και μερικές φορές δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.