κουραφέξαλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κουραφέξαλα
      γενική των κουραφέξαλων
    αιτιατική τα κουραφέξαλα
     κλητική κουραφέξαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουραφέξαλα < αβέβαιης ετυμολογίας ίσως *κουφόξυλα (πβ. (ελληνιστική κοινή) κουφοξυλαία / κουφοξυλέα).
Ή < κόρα (με σημασία «φλοιός δέντρου») + *φέξαλα < αρχαία ελληνική φέξαλος (σπίθα, αποκαΐδια)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.ɾaˈfe.ksa.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουραφέξαλα

Ουσιαστικό

κουραφέξαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.