gibberish

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

gibberish (en)

  1. ασυναρτησία, φράσεις ή ήχοι δίχως νόημα, άρες μάρες, αρλουμπολόγημα

Συνώνυμα

Επίθετο

gibberish (en)

  1. ασυνάρτητος, αρλουμπολόγος (και παπάρας όμως η λέξη παπάρας εμφανίζει ευρύτερη νοηματική αντιπροσώπευση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.