ἄπωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄπωσις < ἀπωθέω

Ουσιαστικό

ἄπωσις θηλυκό

  1. η άπωση, η απώθηση, το σπρώξιμο, το αντίθετο της έλξης
    • διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν (καθώς ο άνεμος απώθησε <τα πλοία> τους (Θουκ. Πελοπ. 7.34)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.