άπλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άπλα οι άπλες
      γενική της άπλας
    αιτιατική την άπλα τις άπλες
     κλητική άπλα άπλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άπλα < απλώνω + (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

άπλα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.