άπαυστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άπαυστος | η | άπαυστη | το | άπαυστο |
| γενική | του | άπαυστου | της | άπαυστης | του | άπαυστου |
| αιτιατική | τον | άπαυστο | την | άπαυστη | το | άπαυστο |
| κλητική | άπαυστε | άπαυστη | άπαυστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άπαυστοι | οι | άπαυστες | τα | άπαυστα |
| γενική | των | άπαυστων | των | άπαυστων | των | άπαυστων |
| αιτιατική | τους | άπαυστους | τις | άπαυστες | τα | άπαυστα |
| κλητική | άπαυστοι | άπαυστες | άπαυστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άπαυστος < αρχαία ελληνική ἄπαυστος < ἀ- + παύω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.