επικοντισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επικοντισμός | οι | επικοντισμοί |
| γενική | του | επικοντισμού | των | επικοντισμών |
| αιτιατική | τον | επικοντισμό | τους | επικοντισμούς |
| κλητική | επικοντισμέ | επικοντισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αθλητής επικοντισμού την ώρα του άλματος
Ετυμολογία
- επικοντισμός < άλμα επί κοντώ + -ισμός
Μεταφράσεις
επικοντισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.