επικοντιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επικοντιστής | οι | επικοντιστές |
| γενική | του | επικοντιστή | των | επικοντιστών |
| αιτιατική | τον | επικοντιστή | τους | επικοντιστές |
| κλητική | επικοντιστή | επικοντιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικοντιστής < επικοντισμός + -ιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.