alibi

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

alibi (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ετυμολογία

alibi < λατινική alibi

Ουσιαστικό

alibi (fr) αρσενικό



Εσθονικά (et)

Ουσιαστικό

alibi (et)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

alibi < λατινική alibi

Ουσιαστικό

alibi (it)



Λατινικά (la)

Επίρρημα

alibi (la)

  • el al.



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

alibi (nl)



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

alibi < λατινική alibi

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈlʲibʲi/
 

Ουσιαστικό

alibi (pl) ουδέτερο, άκλιτο



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

alibi (sr)



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

alibi (sl)



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

alibi (sv)



Τσεχικά (cs)

Ετυμολογία

alibi < λατινική alibi

Ουσιαστικό

alibi (cs) ουδέτερο, άκλιτο



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

alibi (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.