άλκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άλκη | οι | άλκες |
| γενική | της | άλκης | των | αλκών |
| αιτιατική | την | άλκη | τις | άλκες |
| κλητική | άλκη | άλκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αρσενική άλκη
Ετυμολογία
- άλκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄλκη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈal.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άλ‐κη
- τονικό παρώνυμο: αλκή
Ουσιαστικό
άλκη θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό, μηρυκαστικό ζώο, το πιο μεγαλόσωμο της οικογένειας των ελαφιδών, που ζει στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και στον Καναδά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.