άκυκλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκυκλος η άκυκλη το άκυκλο
      γενική του άκυκλου της άκυκλης του άκυκλου
    αιτιατική τον άκυκλο την άκυκλη το άκυκλο
     κλητική άκυκλε άκυκλη άκυκλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκυκλοι οι άκυκλες τα άκυκλα
      γενική των άκυκλων των άκυκλων των άκυκλων
    αιτιατική τους άκυκλους τις άκυκλες τα άκυκλα
     κλητική άκυκλοι άκυκλες άκυκλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άκυκλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acyclic < αρχαία ελληνική ἀ- στερητικό + κύκλος [1]

Επίθετο

άκυκλος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.